ύψος

ύψος
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας.
* * *
-ους, το / ὕψος, -εος, ΝΜΑ
1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου ήταν μεγάλο» β. «αὐτός τε τυγχάνει ἐὼν μέγας καὶ τὰ προπύλαια ἔχει ἐς ὕψος δέκα ὀργυιέων», Ηρόδ.)
2. η προς τα πάνω έκταση, όπως τήν βλέπει κανείς από κάτω («σαφῶς κατηγορούντων ὅτι τειχίζεταί τε καὶ ἤδη ὕψος λαμβάνει», Θουκ.)
3. μτφ. α) ο μέγιστος βαθμός, το ανώτατο όριο, το αποκορύφωμα (α. «είναι απροσμέτρητο το ύψος τής αναίδειάς του» β. «ὅσον δὲ ὕψος ἀμαθίας εἶχον καὶ τῆς ἄλλης μοχθηρίας», Πλάτ.)
β) η πνευματική και ηθική ανωτερότητα, το γνώρισμα τού ηθικά και πνευματικά υψηλού, το μεγαλείο, η μεγαλοπρέπεια (α. «το ύψος τών εννοιών
β. «ὕψος λόγου», Λογγίν.)
νεοελλ.
1. η πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους ή τής θάλασσας έκταση («το ύψος τού οροπεδίου»)
2. το νοητό οριζόντιο επίπεδο που προεκτείνεται από κάποιο σημείο πάνω από το έδαφος («στο ύψος τών ώμων»)
3. μουσ. (για μουσικό φθόγγο) ο ορισμένος βαθμός οξύτητας
4. αστρον. η γωνιώδης απόσταση ανάμεσα στη διεύθυνση ενός ουράνιου σώματος ή τού κέντρου του, αν αυτό δεν είναι ψηφιακό, και στο επίπεδο τού ορίζοντα
5. μαθημ. α) το μήκος τής καθέτου που άγεται από την κορυφή ενός γεωμετρικού σχήματος στη βάση του
β) συνεκδ. η ίδια η κάθετος
6. ο ουρανός ως κατοικία τού Θεού («περιμένει την εξ ύψους βοήθεια»)
7. μτφ. κοινωνική ή άλλη υπεροχή ή άλλη υψηλή θέση ή αξίωμα («μάς βλέπει πολύ μικρούς από το ύψος τού υπουργικού θώκου»)
8. στον πληθ. τα ύψη
τα ανώτερα στρώματα τής ατμόσφαιρας
9. φρ. α) «ή τού ύψους ή τού βάθους» — λέγεται σε περίπτωση που πρόκειται να λάβει κανείς μια σοβαρή και επικίνδυνη απόφαση, να ριψοκινδυνεύσει κάτι
β) «τού ύψου και τού βάθου»
(στον Ερωτόκρ.) σε βουνά και πεδιάδες
γ) «βρίσκεται στο ύψος τών περιστάσεων» — είναι ικανός να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις
δ) «είναι στο ύψος τής θέσης του» — είναι αντάξιος τής θέσης του, έχει τις απαιτούμενες για αυτήν ικανότητες
ε) «το ύψος τής βασιλείας του» — παλαιότερος τιμητικός τίτλος, ιδίως τού σουλτάνου
στ) «αληθές ύψος»
αστρον. ύψος στο οποίο έχουν διορθωθεί, πέρα από τα οφειλόμενα στα όργανα μέτρησης, και το σφάλμα που οφείλεται στην ατμοσφαιρική διάθλαση
ζ) «φαινόμενο ύψος»
αστρον. ύψος στο οποίο έχουν διορθωθεί μόνον τα σφάλματα που οφείλονται στο όργανο μέτρησης του
η) «μεσημβρινό ύψος»
(αοτρον.) ύψος που μετρείται όταν το ουράνιο σώμα βρίσκεται στον μεσημβρινό τού τόπου όπου γίνεται η παρατήρηση
θ) «παραμεσημβρινό ύψος»
αστρον. ύψος που μετρείται όταν το ουράνιο σώμα βρίσκεται κοντά στον μεσημβρινό τού τόπου, αλλά όχι ακριβώς πάνω σ' αυτόν
ι) «μετακεντρικό ύψος»
ναυτ. η κατακόρυφη απόσταση μεταξύ κέντρου βάρους και τού μετακέντρου ενός πλοίου
ια) «τονικό ύψος»
μουσ. η θέση ενός ήχου στο συνολικό ηχητικό φάσμα, θέση που εξαρτάται από τη συχνότητα δόνησης τών ηχητικών κυμάτων που τόν παράγουν
ιβ) «ύψος ήχου» — το τονικό ύψος
αρχ.
1. ύψωμα
2. μτφ. υπεροψία, αλαζονεία
3. φρ. «Περὶ ὕψους» — τίτλος συγγράμματος τού Λογγίνου, το οποίο πραγματεύεται την διά μέσου τού λόγου έκφραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ζεύγος ὕψι- ὕψιστος, κατά το σχήμα: κῦδος - κύδιστος, μῆκος - μήκιστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ὕψος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψος — height neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύψος — ο ου, ο γύψος (βλ. λ.). το ους 1. η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως την κορυφή (όταν κοιτάζεται από κάτω), το ψήλος. 2. η νοητή κατακόρυφη γραμμή που ενώνει το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με το νοητό οριζόντιο επίπεδο που περνά από την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὕψει — ὕψος height neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὕψεϊ , ὕψος height neut dat sg (epic ionic) ὕψος height neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψη — ὕψος height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕψος height neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕψω — Ὕψος masc nom/voc/acc dual Ὕψος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψοῖν — ὕψος height neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψέων — ὕψος height neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίων — ὕψος height neut gen pl (doric) ὑψίων loftier masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψῶν — ὕψος height neut gen pl (attic epic doric) ὑψόω lift high pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act masc nom sg ὑψόω lift high pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”